- μπάμπω
- -η1) бабушка; 2) старуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπάμπω — μπάμπω, η και βάβω, η ως (λ. σλαβ.), γυναίκα πολύ γερασμένη, η γιαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάμπω — και βάβω και βάβα, η 1. γιαγιά, μάμμη 2. (κατ επέκτ.) πολύ γριά γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. babo, κλητ. τού baba «γριά»] … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
βάβω — βάβω, η και μπάμπω, η (λ. σλαβ.), η γιαγιά, η γριά: Η μπάμπω μου ζει μαζί μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάβω — η 1. η γριά 2. η γιαγιά 3. η παραμάνα, η τροφός 4. η μαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) babo, κλητ. τού baba «γριά» ή < (μτγν. κύριο όνομα) Βαυβώ και ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. αναλογικά προς το συνών. μπάμπω] … Dictionary of Greek
μπαμπόγερος — ο, θηλ. μπαμπόγρια (Μ μπαμπόγερος και μπομπόγερος) πολύ άσχημος γέρος νεοελλ. πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάμπω* + γέρος / γριά] … Dictionary of Greek